- μετοικιστής
- μετοικιστής, ὁ (Α) [μετοικίζω]αυτός που οδηγεί κατοίκους σε έναν τόπο με σκοπό να ιδρύσουν πόλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετοικισταί — μετοικιστής emigrant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)